- πόνεμα
- -ατος, το, ΝΜτο να πονά κανείς, ο πόνος, η οδύνη και κυρίως η ψυχικήνεοελλ.οδυνηρό εξάνθημα, καλόγερος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πονώ, κατά τα ουδ. σε -εμα < ρ. σε -εύω (πρβλ. κλάδ-εμα, μάζ-εμα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.